συνεορτασμός

συνεορτασμός
ο, Ν
1. εορτασμός μαζί με άλλον ή με άλλους, συμμετοχή σε εορτασμό
2. εορτασμός και άλλης εορτής («συνεορτασμός τής ενηλικίωσης και τών γενεθλίων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεορτάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεόρταση — η / συνεόρτασις, άσεως, ΝΑ [συνεορτάζω] συνεορτασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”